Ώρες ώρες νομίζω ότι ψάχνομαι να στενοχωρηθώ…
Αλλά δεν φταίω εγώ, φταίει το σύστημα….
Όλοι έχουν ζήσει το δράμα τους…
Ε, κι εγώ έχω ζήσει το δικό μου.
Το δικο μου λέγεται ῾τα πρώτα 21 χρόνια της ζωής μου῾.
Άσχημα χρόνια, πολύ ξύλο μέχρι τα 17.
Πολλές άσχημες καταστάσεις, αδιέξοδες.
Αλλά είναι περασμένες καταστάσεις που τις έχω κάπως αποβάλλει από μέσα μου.
Χάρη φυσικά στον άντρα μου.
Δυστυχώς όμως υπάρχει ένα άτομο που πάντα καταφέρνει να με γυρίζει πίσω.
Η μάνα μου.
Τη μάνα μου κάποτε τη λάτρευα.
Την σεβόμουν, την εκτιμούσα.
Την θεωρούσα άτομο ηθικό, υπεράνω κάθε υποψίας.
Μέχρι που κάποια μέρα, μετά από πολλά γεμάτα κακία σκηνικά, γύρισα και την κοίταξα και είδα αυτό που ήταν πραγματικά.
Κι έφαγα χοντρή φόλα.
Ξέρεις εγώ πάντα είχα ένα κακό ελάττωμα.
Από παιδάκι μιλάμε.
Έπλαθα τους ανθρώπους γύρω μου, στο κεφάλι μου.
Όχι όπως ήταν, αλλά όπως ήθελα να είναι.
Έπαιρνα τα καλά τους στοιχεία, τα μεγένθυνα.
Και έβρισκα πάντα μια καλή δικαιολογία για τα ελατώματά τους.
Ἕχει περάσει δύσκολα παιδί, γι᾽αυτό γίνεται κακός ο μπαμπάς.῾
῾Την πιέζει ο μπαμπάς, γιἀυτό φεύγει συνέχεια η μαμά από το σπίτι.῾
Αλλά κάποια στιγμή έφαγα τις φόλες τις πολλές, σε συνδυασμό με την ενηλικίωσή μου και είδα τα πράγματα έτσι όπως ήταν.
Εγώ, που λες αναγνώστη μου, με τον άντρα μου έχουμε διαφορά ηλικίας 25 χρόνια.
Όταν τον γνώρισα ήμουν 21 κι εκείνος 46.
Θα μου πεις και τι έγινε. Ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά.
Συμφωνούμε απόλυτα.
Αλλά αυτό έγινε το πάτημα να μου κάνουν όλοι (οι αδελφές μου, ο αδελφός μου, οι δεσμοί τους και η μάνα μου) επίθεση.
Δριμύτατη θα έλεγες.
Από παιδί εγώ πάντα έκανα πίσω.
Κάτι τους πείραζε, αμέσως θα το άλλαζα.
Σε αυτό το θέμα όμως δεν θα άφηνα κανέναν να ανακατευθεί.
Γιατί ήξερα καλά ότι αν ο άντρας μου ήταν 80 αλλά είχε φράγκα, θα παραγγέλναν τα κοφέτα και θα κλείναν την εκκλησία με όλους τους πολυελαίους αναμμένους.
Ένα βράδυ μας κάλεσαν (εμένα και τον άντρα μου ντε) να πάμε να φάμε όλοι μαζί για το του νοου ας μπετερ.
Κάτσαμε, αρχίσαμε να τρώμε και μιλάγαμε για τις ειδήσεις που ακούσαμε ή διαβάσαμε.
Ήμουν νευρική χωρίς να ξέρω γιατί.
Κάποια στιγμή άρχισε η επίθεση στον άντρα μου.
Δεν θυμάμαι πώς άρχισε ο καβγάς, ούτε πολλά από αυτόν.
Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν τις σκέψεις στο κεφάλι μου με την πρώτη ανεβασμένη σε ένταη φωνή που άκουσα.
῾Παγίδα῾ σκέφτηκα. Μια λέξη.
῾Θέλουν να τον φάνε για να φύγει῾.
Δεν μιλούσα καθόλου.
Είχα παγώσει.
Στα 3 λεπτά του καβγά ο άντρας μου γυρνάει και μου λέει ῾5 minutes to go῾.
Μου έδινε την επιλογή αν θα έμενα εκεί ή αν θα έφευγα μαζί του με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Τους κοίταξα όλους και έβλεπα μόνο το πόσο πολύ θέλανε να τον κάνουν να φύγει.
Και μετά είδα την κακία τους.
Ντράπηκα.
Σηκώθηκα επάνω, του πήρα το χέρι.
Μούγκα στη στρούγκα όλοι.
Τον πήρα και φύγαμε.
Μετά από κανά διβδόμαδο η μάνα μου μου ζήτησε να πάω να τη δω.
Ήξερα τι θα συναντήσω πριν καν κλείσω το τηλέφωνο.
Το τρίο Στούτζες με περίμενε στα νύχια.
Μπήκα μέσα και άρχισε η ιερά εξέταση.
Η μεσαία αδελφή:
Ἑίπαμε να κάνεις ένα καλό γαμήσι, να πιεις ένα κρασί, να πας μια βόλτα, να δεις και κάτι άλλο. Αλλά όχι και να μείνεις μαζί του῾
Η μεγάλη αδελφή:
῾Πώς θα σε συντηρήσει; Ούτε σπίτι έχει, ούτε λεφτά. Καταρχάς σε πέντε χρόνια δεν θα μπορεί να σε γαμήσει. Θα παλεύεις να του τον σηκώσεις῾
Η μάνα:
Ἁν τον παντρευτείς δεν θα έρθω στην εκκλησία. Αν κάνεις παιδί μαζί του δεν θα έρθω ούτε στο νοσοκομείο.῾
Τις άφησα να μιλάνε αρκετή ώρα.
Όταν άρχισε το σίριαλ τις επαναλήψεις...
῾Τελειώσατε; Λοιπόν. Είμαι μαζί του. Τέλος. Κουμάντο στα παιδιά σας εσείς οι δύο. Κι εσύ να μη μιλάς. Ο πρώτος σου άντρας σε πέρναγε 25 χρόνια και τον δεύτερο τον περνούσες εσύ 10. Μόκο λοιπόν και τα μάτια στις καμπούρες σας. Εγώ ούτε έγκυος στα 16 έμεινα, ούτε παντρέυτηκα ένα μαλάκα να τον κυνηγάω να φερθεί σαν άντρας με οικογένεια. Κι αν φάω τα μούτρα μου, χάρη θα σας κάνω. Θα έχετε να συζητάτε για την επόμενη πενταετία.῾
Κι έφυγα.
Πολλά σκαμπανεβάσματα μετά από αυτό.
Μέχρι που κάποια στιγμή η μάνα μου άρχισε τα γνωστά της κόλπα.
Η μάνα μου σ᾽εμένα, δεν ξέρω τι κάνει στἀδέρφια μου, φέρεται σαν να είμαι γκόμενος.
Δηλαδή.
Σε συμβουλεύει να κάνεις κάτι, που είναι μια πίπα. Λάθος καραμπάμ όμως.
Αλλά εξυπηρετεί τον όποιο σκοπό έχει βάλει στο κεφαλάκι της.
Κουνάς το κεφάλι συγκαταβατικά για να μη σου ζαλίσει τον έρωτα.
Μετά στο βάζει σαν όρο για κάτι που εκείνη θεωρεί ότι εσύ θες.
Εσύ ξύνεις τ᾽από κάτω σου.
Μετά σου κάνει μούτρα.
Εσύ τη γράφεις πανηγυρικά.
Μετά σταματάει να σου μιλάει, δεν ανοίγει την πόρτα όταν της χτυπάς, σε λούζει με στολίδια στ᾽αδέλφια σου ( τα οποία σε παίρνουν και τηλέφωνο να σου πουν πόσο κακή κόρη είσαι) και σε περνάει γεννεές δεκατέσσερις όπου σταθεί κι όπου βρεθεί.
3 χρόνια δεν μου μιλούσε.
3 χρόνια δεν σήκωσε το τηλέφωνο να πάρει να δει αν ζω ή αν πέθανα.
Όταν έφυγα για Αυστραλία, δεν είπα σε κανέναν τίποτα.
Οι συγγενείς του άντρα μου (που με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή) με παρακάλαγαν να πάρουν ένα τηλέφωνο έστω μία από τις αδελφές μου να τους πουν ότι είμαι καλά.
Δεν ήθελα να ξέρουν που είμαι.
Όσο ήμουν μακριά ήμουν καλά.
Δεν σκεφτόμουν τα άσχημα του πριν, σκεφτόμουν τι θα κάνω για να έρθουν όμορφα πράγματα στο μέλλον.
Όπως με έμαθε ο άντρας μου να κάνω.
Κάποια στιγμή, στο τρίμηνο αφού ήρθαμε Αυστραλία, ο άντρας μου με παρακάλεσε να κάνω κάποιου είδους επαφή μαζί τους να δουν ότι είμαι καλά μην πάνε και σε καμιά αστυνομία.
Έστειλα ένα γράμμα δηλώνοντας ότι ήμουν καλά και παρέχοντας μία ηλεκτρονική διεύθυνση για την περίπτωση που κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Κυριακή του Πάσχα 2010, ο άντρας μου πήρε το κινητό μου, κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού της μάνας μου και μου πέταξε το κινητό, ενώ ακουγόταν η φωνή της μάνας μου σαν υστερική να φωνάζει το όνομά μου.
Είχε ακούσει τα μπινελίκια που του έριχνα και κατάλαβε ότι ήμουν εγώ.
Πέρισυ τον Ιούλιο, η καλή μου μητερούλα, μου ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν για δύο εβδομάδες στην Αυστραλία να με δει, τον Σεπτέμβριο.
Ένα απόγευμα, μου έστελνε μηνύματα μέσω φατσόμπουκου, συζητάγαμε μαλακίες.
Την επόμενη μέρα της στέλνω κάτι.
Δεν απαντάει.
Την παίρνω τηλέφωνο.
Δεν απαντάει.
Μιλάει σε άλλους στο φατσόμπουκο, αλλά όχι με μένα.
Μέχρι και την 24η Ιανουαρίου φέτος δεν μου μιλούσε.
Σοβαρά. Ούτε τηλέφωνο να δει τι κάνω, ούτε μήνυμα. Τίποτα.
25 Ιανουαρίου είχα γενέθλεια.
Λαμβάνω λοιπόν μήνυμα από αυτήν και τον αδελφό μου ῾Χρόνια Πολλά῾
Δεν απαντάω.
Στέλνουν κι άλλα.
Νάδα.
Παίρνουν τηλέφωνο.
Νιέντε.
Το κουβεντιάζω με τον άντρα μου.
Ε: Όταν δεν τους μιλάω είμαι καλά. Μόλις τους μιλήσω, πισωγυρίζω. Με πάνε πίσω. Πρέπει να υπολογίσω το πώς σκέφτονται αυτοί και να προσαρμόζω τις απαντήσεις μου για να μη τσακωθώ. Χάριν ποιας αγάπης να το κάνω αυτό; Της δικής τους; Αφού χεσμεντέν με έχουνε. Μόνο όταν εξαφανίζομαι λυσσάνε.
Α: Είναι μάνα σου. Αξίζει να ξέρει ότι είσαι καλά. Πρέπει να ξέρει ότι είσαι καλά.
Με αυτό πήρα μια απόφαση.
Έστειλα προχθές ένα μήνυμα στο οποίο της έγραφα ότι είμαι καλά αλλά δεν θέλω καμία επαφή προς το παρόν. Ότι θα της έστελνα ένα μήνυμα κάθε τόσο να της λέω ότι είμαι καλά κι ότι αν με πάρει τηλέφωνο ή μου στείλει μήνυμα δεν θα απαντήσω.
Χθες η μεγάλη μου αδελφή με πήρε 27 (σοβαρά μιλάω) φορές τηλέφωνο σε διάστημα 3 ωρών.
Και ένα μήνυμα από την μητέρα μου με πολλά θαυμαστικά ότι η αδελφή μου με έπαιρνε τηλέφωνο.
Πράγμα που με βγάζει στο πανεύκολο συμπέρασμα ότι:
Διάβασαν το μήνυμα.
Μαζευτήκανε στο σαλόνι οι τρεις τους.
Συγκλήθηκε το συμβούλιο.
Αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθεωρήσω ήταν να με τρομάξουν.
Πώς θα με τρομάξουν;
Απανωτά τηλεφωνήματα σαν να συμβαίνει κάτι σοβαρό τύπου Ἡ μαμά είναι στο νοσοκομείο῾ (χτύπα ξύλο).
Γιατί όταν πήρα πίσω εγώ, δεν απαντούσε.
Στην πουτάνα, πουτανιές δηλαδή….
Μόλις τους διέγραψα όλους από το φατσόμπουκο και σκέφτομαι πολύ σοβαρά να αλλάξω και αριθμό τηλεφώνου.
Ξέρεις τι νιώθω;
Τύψεις .
Λίγες όμως.
Πολύ πολύ λίγες.
Και μια ηρεμία που τη βλέπω ναῤχεται.
Και ξέρεις τι ανάγκη το᾽χω;
Αλλά δεν φταίω εγώ, φταίει το σύστημα….
Όλοι έχουν ζήσει το δράμα τους…
Ε, κι εγώ έχω ζήσει το δικό μου.
Το δικο μου λέγεται ῾τα πρώτα 21 χρόνια της ζωής μου῾.
Άσχημα χρόνια, πολύ ξύλο μέχρι τα 17.
Πολλές άσχημες καταστάσεις, αδιέξοδες.
Αλλά είναι περασμένες καταστάσεις που τις έχω κάπως αποβάλλει από μέσα μου.
Χάρη φυσικά στον άντρα μου.
Δυστυχώς όμως υπάρχει ένα άτομο που πάντα καταφέρνει να με γυρίζει πίσω.
Η μάνα μου.
Τη μάνα μου κάποτε τη λάτρευα.
Την σεβόμουν, την εκτιμούσα.
Την θεωρούσα άτομο ηθικό, υπεράνω κάθε υποψίας.
Μέχρι που κάποια μέρα, μετά από πολλά γεμάτα κακία σκηνικά, γύρισα και την κοίταξα και είδα αυτό που ήταν πραγματικά.
Κι έφαγα χοντρή φόλα.
Ξέρεις εγώ πάντα είχα ένα κακό ελάττωμα.
Από παιδάκι μιλάμε.
Έπλαθα τους ανθρώπους γύρω μου, στο κεφάλι μου.
Όχι όπως ήταν, αλλά όπως ήθελα να είναι.
Έπαιρνα τα καλά τους στοιχεία, τα μεγένθυνα.
Και έβρισκα πάντα μια καλή δικαιολογία για τα ελατώματά τους.
Ἕχει περάσει δύσκολα παιδί, γι᾽αυτό γίνεται κακός ο μπαμπάς.῾
῾Την πιέζει ο μπαμπάς, γιἀυτό φεύγει συνέχεια η μαμά από το σπίτι.῾
Αλλά κάποια στιγμή έφαγα τις φόλες τις πολλές, σε συνδυασμό με την ενηλικίωσή μου και είδα τα πράγματα έτσι όπως ήταν.
Εγώ, που λες αναγνώστη μου, με τον άντρα μου έχουμε διαφορά ηλικίας 25 χρόνια.
Όταν τον γνώρισα ήμουν 21 κι εκείνος 46.
Θα μου πεις και τι έγινε. Ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά.
Συμφωνούμε απόλυτα.
Αλλά αυτό έγινε το πάτημα να μου κάνουν όλοι (οι αδελφές μου, ο αδελφός μου, οι δεσμοί τους και η μάνα μου) επίθεση.
Δριμύτατη θα έλεγες.
Από παιδί εγώ πάντα έκανα πίσω.
Κάτι τους πείραζε, αμέσως θα το άλλαζα.
Σε αυτό το θέμα όμως δεν θα άφηνα κανέναν να ανακατευθεί.
Γιατί ήξερα καλά ότι αν ο άντρας μου ήταν 80 αλλά είχε φράγκα, θα παραγγέλναν τα κοφέτα και θα κλείναν την εκκλησία με όλους τους πολυελαίους αναμμένους.
Ένα βράδυ μας κάλεσαν (εμένα και τον άντρα μου ντε) να πάμε να φάμε όλοι μαζί για το του νοου ας μπετερ.
Κάτσαμε, αρχίσαμε να τρώμε και μιλάγαμε για τις ειδήσεις που ακούσαμε ή διαβάσαμε.
Ήμουν νευρική χωρίς να ξέρω γιατί.
Κάποια στιγμή άρχισε η επίθεση στον άντρα μου.
Δεν θυμάμαι πώς άρχισε ο καβγάς, ούτε πολλά από αυτόν.
Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν τις σκέψεις στο κεφάλι μου με την πρώτη ανεβασμένη σε ένταη φωνή που άκουσα.
῾Παγίδα῾ σκέφτηκα. Μια λέξη.
῾Θέλουν να τον φάνε για να φύγει῾.
Δεν μιλούσα καθόλου.
Είχα παγώσει.
Στα 3 λεπτά του καβγά ο άντρας μου γυρνάει και μου λέει ῾5 minutes to go῾.
Μου έδινε την επιλογή αν θα έμενα εκεί ή αν θα έφευγα μαζί του με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Τους κοίταξα όλους και έβλεπα μόνο το πόσο πολύ θέλανε να τον κάνουν να φύγει.
Και μετά είδα την κακία τους.
Ντράπηκα.
Σηκώθηκα επάνω, του πήρα το χέρι.
Μούγκα στη στρούγκα όλοι.
Τον πήρα και φύγαμε.
Μετά από κανά διβδόμαδο η μάνα μου μου ζήτησε να πάω να τη δω.
Ήξερα τι θα συναντήσω πριν καν κλείσω το τηλέφωνο.
Το τρίο Στούτζες με περίμενε στα νύχια.
Μπήκα μέσα και άρχισε η ιερά εξέταση.
Η μεσαία αδελφή:
Ἑίπαμε να κάνεις ένα καλό γαμήσι, να πιεις ένα κρασί, να πας μια βόλτα, να δεις και κάτι άλλο. Αλλά όχι και να μείνεις μαζί του῾
Η μεγάλη αδελφή:
῾Πώς θα σε συντηρήσει; Ούτε σπίτι έχει, ούτε λεφτά. Καταρχάς σε πέντε χρόνια δεν θα μπορεί να σε γαμήσει. Θα παλεύεις να του τον σηκώσεις῾
Η μάνα:
Ἁν τον παντρευτείς δεν θα έρθω στην εκκλησία. Αν κάνεις παιδί μαζί του δεν θα έρθω ούτε στο νοσοκομείο.῾
Τις άφησα να μιλάνε αρκετή ώρα.
Όταν άρχισε το σίριαλ τις επαναλήψεις...
῾Τελειώσατε; Λοιπόν. Είμαι μαζί του. Τέλος. Κουμάντο στα παιδιά σας εσείς οι δύο. Κι εσύ να μη μιλάς. Ο πρώτος σου άντρας σε πέρναγε 25 χρόνια και τον δεύτερο τον περνούσες εσύ 10. Μόκο λοιπόν και τα μάτια στις καμπούρες σας. Εγώ ούτε έγκυος στα 16 έμεινα, ούτε παντρέυτηκα ένα μαλάκα να τον κυνηγάω να φερθεί σαν άντρας με οικογένεια. Κι αν φάω τα μούτρα μου, χάρη θα σας κάνω. Θα έχετε να συζητάτε για την επόμενη πενταετία.῾
Κι έφυγα.
Πολλά σκαμπανεβάσματα μετά από αυτό.
Μέχρι που κάποια στιγμή η μάνα μου άρχισε τα γνωστά της κόλπα.
Η μάνα μου σ᾽εμένα, δεν ξέρω τι κάνει στἀδέρφια μου, φέρεται σαν να είμαι γκόμενος.
Δηλαδή.
Σε συμβουλεύει να κάνεις κάτι, που είναι μια πίπα. Λάθος καραμπάμ όμως.
Αλλά εξυπηρετεί τον όποιο σκοπό έχει βάλει στο κεφαλάκι της.
Κουνάς το κεφάλι συγκαταβατικά για να μη σου ζαλίσει τον έρωτα.
Μετά στο βάζει σαν όρο για κάτι που εκείνη θεωρεί ότι εσύ θες.
Εσύ ξύνεις τ᾽από κάτω σου.
Μετά σου κάνει μούτρα.
Εσύ τη γράφεις πανηγυρικά.
Μετά σταματάει να σου μιλάει, δεν ανοίγει την πόρτα όταν της χτυπάς, σε λούζει με στολίδια στ᾽αδέλφια σου ( τα οποία σε παίρνουν και τηλέφωνο να σου πουν πόσο κακή κόρη είσαι) και σε περνάει γεννεές δεκατέσσερις όπου σταθεί κι όπου βρεθεί.
3 χρόνια δεν μου μιλούσε.
3 χρόνια δεν σήκωσε το τηλέφωνο να πάρει να δει αν ζω ή αν πέθανα.
Όταν έφυγα για Αυστραλία, δεν είπα σε κανέναν τίποτα.
Οι συγγενείς του άντρα μου (που με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή) με παρακάλαγαν να πάρουν ένα τηλέφωνο έστω μία από τις αδελφές μου να τους πουν ότι είμαι καλά.
Δεν ήθελα να ξέρουν που είμαι.
Όσο ήμουν μακριά ήμουν καλά.
Δεν σκεφτόμουν τα άσχημα του πριν, σκεφτόμουν τι θα κάνω για να έρθουν όμορφα πράγματα στο μέλλον.
Όπως με έμαθε ο άντρας μου να κάνω.
Κάποια στιγμή, στο τρίμηνο αφού ήρθαμε Αυστραλία, ο άντρας μου με παρακάλεσε να κάνω κάποιου είδους επαφή μαζί τους να δουν ότι είμαι καλά μην πάνε και σε καμιά αστυνομία.
Έστειλα ένα γράμμα δηλώνοντας ότι ήμουν καλά και παρέχοντας μία ηλεκτρονική διεύθυνση για την περίπτωση που κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Κυριακή του Πάσχα 2010, ο άντρας μου πήρε το κινητό μου, κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού της μάνας μου και μου πέταξε το κινητό, ενώ ακουγόταν η φωνή της μάνας μου σαν υστερική να φωνάζει το όνομά μου.
Είχε ακούσει τα μπινελίκια που του έριχνα και κατάλαβε ότι ήμουν εγώ.
Πέρισυ τον Ιούλιο, η καλή μου μητερούλα, μου ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν για δύο εβδομάδες στην Αυστραλία να με δει, τον Σεπτέμβριο.
Ένα απόγευμα, μου έστελνε μηνύματα μέσω φατσόμπουκου, συζητάγαμε μαλακίες.
Την επόμενη μέρα της στέλνω κάτι.
Δεν απαντάει.
Την παίρνω τηλέφωνο.
Δεν απαντάει.
Μιλάει σε άλλους στο φατσόμπουκο, αλλά όχι με μένα.
Μέχρι και την 24η Ιανουαρίου φέτος δεν μου μιλούσε.
Σοβαρά. Ούτε τηλέφωνο να δει τι κάνω, ούτε μήνυμα. Τίποτα.
25 Ιανουαρίου είχα γενέθλεια.
Λαμβάνω λοιπόν μήνυμα από αυτήν και τον αδελφό μου ῾Χρόνια Πολλά῾
Δεν απαντάω.
Στέλνουν κι άλλα.
Νάδα.
Παίρνουν τηλέφωνο.
Νιέντε.
Το κουβεντιάζω με τον άντρα μου.
Ε: Όταν δεν τους μιλάω είμαι καλά. Μόλις τους μιλήσω, πισωγυρίζω. Με πάνε πίσω. Πρέπει να υπολογίσω το πώς σκέφτονται αυτοί και να προσαρμόζω τις απαντήσεις μου για να μη τσακωθώ. Χάριν ποιας αγάπης να το κάνω αυτό; Της δικής τους; Αφού χεσμεντέν με έχουνε. Μόνο όταν εξαφανίζομαι λυσσάνε.
Α: Είναι μάνα σου. Αξίζει να ξέρει ότι είσαι καλά. Πρέπει να ξέρει ότι είσαι καλά.
Με αυτό πήρα μια απόφαση.
Έστειλα προχθές ένα μήνυμα στο οποίο της έγραφα ότι είμαι καλά αλλά δεν θέλω καμία επαφή προς το παρόν. Ότι θα της έστελνα ένα μήνυμα κάθε τόσο να της λέω ότι είμαι καλά κι ότι αν με πάρει τηλέφωνο ή μου στείλει μήνυμα δεν θα απαντήσω.
Χθες η μεγάλη μου αδελφή με πήρε 27 (σοβαρά μιλάω) φορές τηλέφωνο σε διάστημα 3 ωρών.
Και ένα μήνυμα από την μητέρα μου με πολλά θαυμαστικά ότι η αδελφή μου με έπαιρνε τηλέφωνο.
Πράγμα που με βγάζει στο πανεύκολο συμπέρασμα ότι:
Διάβασαν το μήνυμα.
Μαζευτήκανε στο σαλόνι οι τρεις τους.
Συγκλήθηκε το συμβούλιο.
Αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθεωρήσω ήταν να με τρομάξουν.
Πώς θα με τρομάξουν;
Απανωτά τηλεφωνήματα σαν να συμβαίνει κάτι σοβαρό τύπου Ἡ μαμά είναι στο νοσοκομείο῾ (χτύπα ξύλο).
Γιατί όταν πήρα πίσω εγώ, δεν απαντούσε.
Στην πουτάνα, πουτανιές δηλαδή….
Μόλις τους διέγραψα όλους από το φατσόμπουκο και σκέφτομαι πολύ σοβαρά να αλλάξω και αριθμό τηλεφώνου.
Ξέρεις τι νιώθω;
Τύψεις .
Λίγες όμως.
Πολύ πολύ λίγες.
Και μια ηρεμία που τη βλέπω ναῤχεται.
Και ξέρεις τι ανάγκη το᾽χω;